- πρόφαντος
- πρόφαντος1 preeminent
ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ O. 1.116
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ καθ' Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ O. 1.116
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
προφαντός, -ή, -ό — και τροφαντός ή, ό για καρπούς και κυρ. για λαχανικά, αυτός που πρώτος ωριμάζει, που παρουσιάζεται πρώτος στην αγορά: Ντομάτες προφαντές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόφαντος — appearing at a distance masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφαντός — ή, ό, Ν (για καρπούς) αυτός που ωριμάζει πρώτος, τροφαντός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πρόφαντος, με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
πρόφαντος — η, ο / πρόφαντος, ον, ΝΑ [προφαίνω] νεοελλ. πολύ φωτεινός, φαεινός («φαντάζει, μέσ στην πρόφαντη αντηλιά», Γρυπ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται από μακριά, ο γνωστός σε όλους («πρόφαντον σοφίᾳ καθ Ἕλλανας», Πίνδ.) 2. αυτός που προδηλώνεται με χρησμό … Dictionary of Greek
πρόφαντον — πρόφαντος appearing at a distance masc/fem acc sg πρόφαντος appearing at a distance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφάντῳ — πρόφαντος appearing at a distance masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόφαντα — πρόφαντος appearing at a distance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφαντός — ή, ό [αναφαίνω] (για καρπούς) ο προφαντός, ο μεστός … Dictionary of Greek
πρωτόφαντος — η, ο για καρπούς και λαχανικά, αυτός που βγαίνει νωρίς, ο πρώιμος, ο προφαντός, ο πρωτόλουβος: Πρωτόφαντα λαχανικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροφαντός — τροφαντός, ή, ό και τορφαντός, ή, ό (αντί προφαντός) 1. πρώιμος, πρωτόφαντος (για καρπούς): Τροφαντό πορτοκάλι. 2. μτφ., παχύς, καλοθρεμμένος, μεστωμένος (για ανθρώπους): Τροφαντό κορίτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)